- εξάποδα
- τα зоол, шестиногие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑξάποδα — ἑξάπους six footed neut nom/voc/acc pl ἑξάπους six footed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… … Dictionary of Greek
εξάποδος — η, ο (AM ἑξάπους, ουν, Μ και ἑξάποδος, η, ον) αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα όρος που… … Dictionary of Greek
εξάπους — ουν και εξάποδος, η, ο (AM ἑξάπους, ουν) 1. αυτός που έχει έξι πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια 3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος 3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek